ισοζύγιο(ν)

ισοζύγιο(ν)
τό
1) равновесие; 2) фин. баланс;

εμπορικό ισοζύγιο(ν) — торговый баланс;

τό ισοζύγιο(ν) πληρωμών — платёжный баланс;

παθητικό (ενεργητικό) ισοζύγιο(ν) — пассивный (активный) баланс


Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "ισοζύγιο(ν)" в других словарях:

  • ισοζύγιο — το 1. ισορροπία τού ζυγού, το να αχθούν δύο πράγματα στην ίδια στάθμη, στο ίδιο επίπεδο, σε αντιστοιχία, σε ισοσταθμία 2. μτφ. εξίσωση, ισοσκέλιση εσόδων και εξόδων («το ισοζύγιο τού κρατικού προϋπολογισμού» η ισοσκέλιση τών εσόδων και εξόδων τού …   Dictionary of Greek

  • ισοζύγιο — το 1. εξίσωση στο εισαγωγικό και εξαγωγικό εμπόριο, πραγματοποίηση δηλαδή τόσων εσόδων από το εξαγωγικό εμπόριο όσα και τα έξοδα από το εισαγωγικό: Παθητικό ή ενεργητικό ισοζύγιο. – Το εμπορικό ισοζύγιο εμφανίζει φέτος μεγάλο έλλειμμα. 2. εξίσωση …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ισοζύγιο πληρωμών — Οι χρηματοοικονομικές ροές μίας χώρας με το εξωτερικό σε μία ορισμένη χρονική περίοδο (συνήθως το έτος). Το ι.π. διαρθρώνεται σε διαδοχικά επίπεδα και είναι εξ ορισμού ισοσκελισμένο. Οι όποιες αποκλίσεις παρουσιάζονται στην πράξη είναι προϊόν… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Οικονομία (Νεότεροι χρόνοι) — Η ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΤΗΣ ΝΕΟΤΕΡΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ Η περίοδος 1830 1992 Η Επανάσταση του 1821 οδήγησε στην επίσημη ίδρυση του νεοελληνικού κράτους, το 1830, κατόπιν της επέμβασης των Προστάτιδων Δυνάμεων (Αγγλίας, Γαλλίας, Ρωσίας). Η χώρα τότε περιελάμβανε την… …   Dictionary of Greek

  • πληρωμή — και πλερωμή, η, Ν [πληρώνω / πλερώνω] 1. η καταβολή αντιτίμου, η καταβολή τής αξίας αγοραζόμενου πράγματος 2. η καταβολή χρηματικού ποσού για παραχθείσα εργασία ή προσφερθείσα υπηρεσία, αμοιβή 3. η επιστροφή οφειλόμενων χρημάτων, εξόφληση χρέους… …   Dictionary of Greek

  • Ταμείο, Διεθνές Νομισματικό (ΔΝΤ) — Οργανισμός διεθνούς συνεργασίας στο νομισματικό πεδίο, του οποίου προορισμός είναι να διευκολύνει την ανάπτυξη των οικονομικών σχέσεων μεταξύ των κρατών, εξασφαλίζοντας τη σταθερότητα των νομισμάτων τους. Το ΔΝΤ γεννήθηκε από τη νομισματική και… …   Dictionary of Greek

  • θρεπτικός — και θρεφτικός, ή, ό (ΑΜ θρεπτικός, ή, όν) [τρέφω] αυτός που συντελεί στη θρέψη («θρεπτική τροφή») νεοελλ. 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη θρέψη, που συντελεί στην αφομοίωση τών τροφών 2. φρ. α) «το θρεπτικό σύστημα» το σύνολο τών οργάνων με… …   Dictionary of Greek

  • νόμισμα — Στην οικονομία χαρακτηρίζεται ν. κάθε τι που γίνεται γενικά δεκτό σε ανταλλαγή με εμπορεύματα και υπηρεσίες ή για πληρωμή χρεών. Έτσι μπορεί να είναι ν. ένα φυσικό προϊόν ή ένα μέταλλο, ή ακόμα κι ένα χαρτί ή κι ένας λογιστικός αριθμός, όπως το… …   Dictionary of Greek

  • πρωτεΐνες — Οργανικές αζωτούχες ουσίες με μεγάλο μοριακό βάρος, οι οποίες σχηματίζονται με την ένωση πολλών μορίων αμινοξέων συνδεδεμένων με δεσμούς αμιδικού τύπου. Οι π. αναγνωρίστηκαν ως τα ουσιώδη αζωτούχα συστατικά του πρωτοπλάσματος από τον Μούλντερ… …   Dictionary of Greek

  • αντεξάγω — (AM ἀντεξάγω) νεοελλ. κάνω εξαγωγές επιδιώκοντας ισοζύγιο εισαγωγών εξαγωγών αρχ. μσν. αντιτίθεμαι·|| αρχ. 1. εξάγω προϊόντα 2. οργανώνω εκστρατεία για ν αντιμετωπίσω επίθεση 3. αντιμάχομαι, αντιπαλεύω …   Dictionary of Greek

  • αντεξαγωγή — η (Α ἀντεξαγωγή) νεοελλ. εξαγωγή προϊόντων για να επιτευχθεί ισοζύγιο εισαγωγών εξαγωγών αρχ. αντίθεση, αντιπαράταξη …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»